Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου

 

Ίδρυση: 11ος αιώνας
Ιδρυτής: Κασταμονίτης
Εορτάζει: 27 Δεκεμβρίου
Bιβλιοθήκη: 110 χειρόγραφα
Συλλογή: Η εικόνα του Πρωτομάρτυρα Στέφανου και δύο εικόνες της Παναγίας 

 

H Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους, έχει κτισθεί προς την πλευρά του Σιγγιτικού κόλπου, αθέατη απ' τις ακτές, μεταξύ της Ι.Μ. Ζωγράφου και της Ι.Μ. Δοχειαρίου. Απ' τον αρσανά, που βρίσκεται δίπλα σε θαλασσινό σπήλαιο, σαν χτιστή απομίμηση του, ανηφορίζει ο δρόμος που φέρνει σε θαλερή λαγκαδιά, όπου και τερματίζει πλάι σε πομπική παράταξη κυπαρισσιών, μπροστά στο Μοναστήρι. Τόπος ησυχαστικός, κοντινός κι απόμακρος. Την απουσία ιστορικών μαρτυριών για τη γένεση της Μονής αναπληρώνουν παραδόσεις που βασίζονται στους δύο τύπους με τους οποίους εμφανίζεται το όνομα της: Κασταμονίτου και Κωνσταμονίτου. Με βάση την πρώτη ονομασία που παρουσιάζεται νωρίτερα, πιστεύεται ότι ιδρυτής της ήταν κάποιος μοναχός καταγόμενος από την Κασταμονή της Μ. Ασίας ή έφερε το γνωστό στους βυζαντινούς όνομα Κασταμονίτης.

Αυτή η εκδοχή φαίνεται πειστικότερη από την άλλη, που ανάγει την ίδρυση στον Μ. Κωνσταντίνο ή στο γιο του, που ονομαζόταν Κώνστας. Η Μονή πρωτοεμφανίζεται γραπτώς κατά τον ΙΙο αιώνα, ακολουθεί μια σιωπηρή περίοδος, που διακόπτεται ύστερα απ' τη λήξη της Φραγκοκρατίας. Πιθανολογείται καταστροφή της από τους Καταλανούς κατά τις αρχές του 14ου αιώνα και αναφέρεται βοήθεια για την ανόρθωση της από τον οίκο των Παλαιολόγων.

Στο Γ Τυπικό του Αγίου Όρους (1394) αναγράφεται με το όνομα Κωνσταμονίτου, στη δέκατη έκτη θέση μεταξύ είκοσι πέντε τότε μοναστηριών.

Κατά τον 15ο αιώνα αναλαμβάνει μεγάλο νεοκτητορικό έργο ο Σέρβος στρατηγός Ράντιτς. Αναφερόμενος στην φροντίδα του για τα κτίσματα, γράφει στη διαθήκη του (1433): «...άλλα μεν ανεκαίνισα και ωκοδόμησα, τα δε καταπεπτωκότα περιετείχισα και εστερέωσα...και...εδιωρήσαμεν να ή κοινόβιον...». Στο κοινόβιο αυτό συγκαταριθμήθηκε και ο ίδιος, μετά τον θάνατο της συζύγου του, με το όνομα Ρωμανός. Τη Μονή ευεργέτησαν και οι ορθόδοξοι ηγεμόνες Γεώργιος Βράγκοβιτς (1433) καθώς και ο Νεαγκόε Μπασαράμπ (1517).

Ακολουθεί μακρά περίοδος μεγάλων δυσχερειών, στερήσεων και καταστροφών (δεινή φορολόγηση, χρέη, λειψανδρία, πυρκαγιά του 1717 κ.ά.). Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ περί τα τέλη του 15ου αιώνα το Μοναστήρι είχε ενενήντα μοναχούς, περί τα μέσα του 17ου αιώνα είχε μόνον έξι. Ευρύτατη ανοικοδόμηση πραγματοποιείται κατά τον 19ο αιώνα. Οι εργασίες άρχισαν προεπαναστατικά (1819), επί ηγουμενεία.