Ιερά Μονή Χιλανδαρίου

Ίδρυση: 10ος αιώνας
Ιδρυτής: Γεώργιος Χελανδάρης
Εορτάζει: 21 Νοεμβρίου
Bιβλιοθήκη: 809 χειρόγραφα
Συλλογή: Έγγραφα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821

 

Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου Αγίου Όρους, βρίσκεται δυτικότερα απ' όλες τις Μονές της ΒΑ πλευράς της χερσονήσου, σε απόσταση μισής ώρας από την ακτή, ύστερα από μία διαδρομή με πλούσιες εναλλαγές πολύχρονης χλωρίδας και παλιών κτισμάτων: το μικρό μισοερειπωμένο καστρομονάστηρο του Αγ. Βασιλείου, που προχωρεί μέσα στη θάλασσα, είναι η πρώτη, καθαρά ποιητική, εικόνα αυτής της διαδρομής.

Το όνομα της η Μονή το πήρε πιθανότατα από τον μοναχό Γεώργιο Χελανδάρι που το 982 προτιμάει να εγκατασταθεί πλησιέστερα στη θάλασσα, παραχωρώντας τον αγρό του στους Ιβηρίτες. Το κτίσμα της νέας εγκατάστασης του θεωρείται ότι είναι ο αρχικός πυρήνας της πρωτοεμφανιζόμενης το 1015, με Έλληνα ηγούμενο, Μονής του Χελανδαρίου. Το όνομα "Χελανδάρις" προέρχεται από το βυζαντινό "χελάνδιον" (είδος κωπήλατης φορτηγίδας). 'Έχουν υποτεθεί και άλλες προελεύσεις της ονομασίας της Μονής, που μας φαίνονται σαν ευφάνταστες παρετυμολογίες (π,χ. Χίλιοι + αντάρα).

Ουσιαστικοί κτήτορες της Μονής είναι οι Σάββας και Συμεών, ο Ράστκο και ο Στέφανος Νεμάνια, γιος και πατέρας, πρίγκιπας και βασιλιάς, που εγκατέλειψαν τον Σερβικό βασιλικό οίκο και βρέθηκαν ταπεινοί μοναστές στο Βατοπέδι: ο πατέρας υποτακτικός (μαθητεύων μοναχός) στον γιο.

Με τη μεσολάβηση της "Μεγάλης Μέσης των Καρυών" προτάθηκε να γίνει η Μονή Χελανδαρίου ανεξάρτητη από τη Βατοπεδίου και τον Πρώτο, με μοναχούς αποκλειστικά "εκ του Σερβικού γένους" και προεστώτες τους ένθερμους, πρώην ηγεμόνες, μοναχούς. Το γεγονός επικυρώθηκε με χρυσόβουλο Αλεξίου Γ Αγγέλου, το 1198. 'Όταν εδραιώθηκε η μοναστική υπόσταση της Χελανδαρίου, ο Σάββας αναδείχθηκε αρχιεπίσκοπος των Σέρβων, και μετά το θάνατο τους ανακηρύχθηκαν και οι δύο άγιοι της Σερβικής Εκκλησίας. Η Μονή απετέλεσε έκτοτε για αιώνες την κύρια πνευματική εστία των Σέρβων, αναδεικνύοντας λογίους και καταρτισμένους κληρικούς που διέπρεψαν σε όλες της βαθμίδες της Σερβικής Εκκλησιαστικής ιεραρχίας.

Ο βασιλεύς Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος εξέδωκε υπέρ της Μονής δύο χρυσόβουλλα (1271 και 1277) που κατοχύρωναν τις κτήσεις της καθώς και το "αυτοδέσποτον", ενώ ο διάδοχος του, Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος, προέβη σε παραχωρήσεις και διευθετήσεις χάριν της Μονής με περίπου 33 επικυρωτικές πράξεις. Γύρω στο 1293, με την επιχορήγηση και του Στεφάνου Ούρεσι Μιλούτιν, κτίσθηκε το νέο καθολικό και ξενώνας. Ο ίδιος ηγεμών το 1302 χτίζει τον πύργο με παρεκκλήσι "παρά τον Αρσανά".

Στις αρχές του 14ου αιώνα η Μονή πολιορκήθηκε επίμονα από τους Καταλανούς σύμφωνα με τη διήγηση του ηγουμένου της Δανιήλ, αλλά δεν εκπορθήθηκε, γιατί ήταν καλά περιτοιχισμένη. Τον αιώνα αυτό υποστήριξαν τη Μονή, εκτός από τους Βυζαντινούς βασιλείς, αυτονόητα οι Σέρβοι ηγεμόνες -όπως π.χ. ο Στέφανος Ντούσαν- που συνέχισαν να την ενισχύουν και κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας συντρέχουν το Μοναστήρι οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, όπως ο Νεαγκόε Μπασαράμπ (1512-1521), που εξασφαλίζει υπέρ αυτού ετήσια επιχορήγηση 7.000 άσπρων.

Κατά τον 17ο αιώνα η Μονή είναι σε θέση να προχωρήσει στην εκτέλεση αρκετών έργων: π.χ. την ανακαίνιση της ΝΑ πτέρυγας (1610), την τοιχογράφηση της τράπεζας (1622), τον εξωραϊσμό του καθολικού (1632, 1633, 1635), την ανακαίνιση ή ανοικοδόμηση των κελιών της Α. πτέρυγας (παρά το ναό) (1640, 1649), κλπ. Η βιβλιοθήκη της Μονής, περί τα μέσα του αιώνα αυτού, θεωρείται μία από τις αξιολογότερες σλαβικές βιβλιοθήκες.

Τον 18ο αιώνα, ύστερα από την πυρκαϊά του 1722 κατά την οποία καταστράφηκε το 1/2 του κτιριακού όγκου, η Μονή περιέρχεται σε κατάσταση ένδειας.

Αναφέρεται ότι κατά τους 17ο και 18ο αιώνα και κατά το πλείστον του 19ου, η πλειονότητα των μοναστών της Χελανδαρίου δεν ήσαν Σέρβοι.

Η αριθμητική υπεροχή τους αρχίζει να αποκαθίσταται προοδευτικά από τα τέλη του 19ου αιώνα. Εξαιρετικά δύσκολη για τη Μονή ήταν η περίοδος της Ελληνικής Επανάστασης (1821), οπότε λόγω των συνθηκών, σχεδόν εγκαταλείφθηκε. 'Όταν άρχισαν να επανέρχονται οι μοναχοί και να την επανδρώνουν, άρχισαν και τα έργα ανοικοδόμησης και ανακαίνισης των κτιρίων.